- διαφθαρτικος
- διαφθαρτικόςδια-φθαρτικός3губительный, гибельный, т.е. ядовитый
(φάρμακον Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φάρμακον Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαφθαρτικός — ή, όν (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός … Dictionary of Greek
διαφθαρτικός — destructive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθαρτικά — διαφθαρτικός destructive neut nom/voc/acc pl διαφθαρτικά̱ , διαφθαρτικός destructive fem nom/voc/acc dual διαφθαρτικά̱ , διαφθαρτικός destructive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθαρτικόν — διαφθαρτικός destructive masc acc sg διαφθαρτικός destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)